Τριπλός δεσμός - significado y definición. Qué es Τριπλός δεσμός
Diclib.com
Diccionario ChatGPT
Ingrese una palabra o frase en cualquier idioma 👆
Idioma:

Traducción y análisis de palabras por inteligencia artificial ChatGPT

En esta página puede obtener un análisis detallado de una palabra o frase, producido utilizando la mejor tecnología de inteligencia artificial hasta la fecha:

  • cómo se usa la palabra
  • frecuencia de uso
  • se utiliza con más frecuencia en el habla oral o escrita
  • opciones de traducción
  • ejemplos de uso (varias frases con traducción)
  • etimología

Qué (quién) es Τριπλός δεσμός - definición


Τριπλός δεσμός         
ΈΝΑΣ ΤΡΙΠΛΌΣ ΔΕΣΜΌΣ ΣΤΗ ΧΗΜΕΊΑ ΕΊΝΑΙ ΈΝΑΣ ΧΗΜΙΚΌΣ ΔΕΣΜΌΣ ΜΕΤΑΞΎ ΔΎΟ ΑΤΌΜΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΙ ΈΞΙ ΔΕΣΜΙΚΆ ΗΛΕΚΤΡΌΝΙΑ ΑΝΤΊ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΈΝ
Ένας τριπλός δεσμός στη χημεία είναι ένας χημικός δεσμός μεταξύ δύο ατόμων που περιλαμβάνει έξι δεσμικά ηλεκτρόνια (bonding electrons) αντί για τα συνηθισμένα δύο σε έναν απλό ομοιοπολικό δεσμό. Ο πιο συνηθισμένος τριπλός δεσμός, που υπάρχει μεταξύ δύο ατόμων άνθρακα, βρίσκεται στα αλκίνια.
Ομοιοπολικός δεσμός         
Ομοιοπολικός δεσμός ονομάζεται ο χημικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ εκείνων των ατόμων που «μοιράζονται» κάποια ηλεκτρόνια, συνήθως κατά ζεύγη. Πιο αναλυτικά, η σταθερή ισορροπία των ελκτικών και των απωστικών δυνάμεων που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων που «μοιράζονται» ηλεκτρόνια είναι γνωστή ως «ομοιοπολικός δεσμός»Campbell, Neil A.
Χημικός δεσμός         
ΧΗΜΙΚΌΣ ΔΕΣΜΌΣ ΚΑΛΕΊΤΑΙ Η ΕΛΚΤΙΚΉ ΔΎΝΑΜΗ ΠΟΥ ΣΥΝΔΈΕΙ ΆΤΟΜΑ Ή ΙΌΝΤΑ, ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΈΠΕΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΌ ΜΟΡΊΩΝ (ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΕΊΑ ΈΝΝΟΙΑ) ΧΗΜΙΚΏΝ ΟΥΣΙΏ
Απλός δεσμός
Χημικός δεσμός καλείται η ελκτική δύναμη που συνδέει άτομα ή ιόντα, που επιτρέπει το σχηματισμό μορίων (με την ευρεία έννοια) χημικών ουσιών, που περιέχουν δύο ή περισσότερα άτομα. Ο όρος επεκτείνεται επίσης στις ελκτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιόντων ή των μορίων της ίδιας ουσίας (δυνάμεις συνοχής), καθώς και στις ελκτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ιόντων ή και των «μορίων» διαφορετικών ουσιών (δυνάμεις συνάφειας), που βρίσκονται σε μείξη ή άλλου είδους επαφή.